- κέρκος
- η (ΑΜ κέρκος)η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.)νεοελλ.1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομελίδεςαρχ.1. (σε θυσίες) οιωνοί που λαμβάνονταν από την ουρά τού θύματος («ἡ κέρκος ποιεῑ καλῶς», Αριστοφ.)2. το ανδρικό μόριο3. μόριο ζώου, κυρίως τού βοδιού4. η λαβή («ποτήριον εὐλαβῆ ἔχουσα τὴν κέρκον», Λουκιαν.)5. ζωύφιο επιβλαβές στα αμπέλια6. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτριών»7. γλώσσα τής φωτιάς, φλόγα σε σχήμα γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τού προφορικού λόγου τής Αρχαίας Ελληνικής, τής οποίας η αρχική σημ. θα πρέπει να ήταν «ραβδί». Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί με το κρέκω, με το κέρας ή με το μσν. ιρλδ. corc «προβιά» δεν τεκμηριώνονται πειστικά.ΠΑΡ. κερκίς, κερκέτης (;)αρχ.κέρκα, κέρκαξ, κέρκιον, κερκίων, κέρκνος, κέρκωσις.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κέρκουρος, κερκοφόροςαρχ.κερκούριον, κερκουρίτης, κερκώπειος, κερκώπη, κερκωπίααρχ.-μσν.κερκωπίζω, κέρκωψνεοελλ.κερκοειδής, κερκόπους. (Β' συνθετικό) άκερκος, δίκερκοςαρχ.δασύκερκος, καρόκερκος, κολοβόκερκος, λευκόκερκος, ξυλόκερκος, μακρύκερκος, πλατύκερκοςνεοελλ.κυστίκερκος].
Dictionary of Greek. 2013.